περιελίξῃς

περιελίξῃς
περιελίσσω
roll
aor subj act 2nd sg
περϊελίξῃς , περιελίσσω
roll
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεταγωγέας — Σύστημα ηλεκτρικών επαφών όμοιο, από κατασκευαστικής πλευράς, με διακόπτη, αλλά προορισμένο, αντί να κλείνει ή να ανοίγει απλώς ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, να πραγματοποιεί πιο πολύπλοκους χειρισμούς. Ανάλογα με τη διάταξη των επαφών του, ο μ. μπορεί …   Dictionary of Greek

  • δεξιόστροφος — Αυτός που στρέφει ή στρέφεται προς τα δεξιά. (Ζωολ.) Όστρακο των γαστερόποδων, στο οποίο η περιέλιξη γίνεται από τα αριστερά προς τα δεξιά. Για να διαπιστωθεί η φορά της περιέλιξης τοποθετείται το όστρακο με την κορυφή προς τα πάνω και το στόμα… …   Dictionary of Greek

  • δυσέλικτος — δυσέλικτος, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. το δυσέλικτον η ιδιότητα τής δύσκολης περιέλιξης αρχ. 1. αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται 2. πολύπλοκος, με πολλούς ελιγμούς …   Dictionary of Greek

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

  • κλωβός — ο (AM κλωβός) κλουβί νεοελλ. 1. καθετί που μοιάζει με κλουβί 2. (ηλεκτρολ.) τύπος περιέλιξης τού επαγωγίμου σε έναν ασύγχρονο τριφασικό κινητήρα 3. φρ. α) (ηλεκτρολ.) «κλωβός τού Φάραντεϋ» μεταλλικό περίβλημα κατασκευασμένο από μεταλλικό έλασμα ή …   Dictionary of Greek

  • σπείρα — Διακοσμητικό μοτίβο πολύ διαδομένο στην προϊστορική εποχή. Η φύση του σχήματος αυτού είναι διπλή: μπορεί να παραστάνει μια καθαρή γεωμετρική αφαίρεση ή να είναι η σχηματοποιημένη αναπαράσταση φυσικών μορφών. Στη δεύτερη φύση της παρουσιάζεται για …   Dictionary of Greek

  • συλλέκτης — Αγωγός ειδικά κατασκευασμένος για να περισυλλέγει ρευστά διάφορων ειδών και προελεύσεων. Στην οικοδομική είναι ο αγωγός που οδηγεί την αποχέτευση του κτιρίου στους υπόνομους. Υπάρχει επίσης και ένας αγωγός, μεγάλης διαμέτρου, που συνδέει τα νερά… …   Dictionary of Greek

  • φρένο — (ή πέδη). Μηχανισμός ικανός να μειώσει την ταχύτητα ενός οργάνου που βρίσκεται σε κίνηση. Ο τύπος φ. που χρησιμοποιείται συχνότερα ενεργεί με ξηρά τριβή: η κινητική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, που απομακρύνεται με την απλή αγωγιμότητα ή… …   Dictionary of Greek

  • δίμιτη περιέλιξη — Πηνίο που δημιουργείται αν περιτυλίξουμε έναν συρμάτινο αγωγό με τέτοιο τρόπο ώστε σε κάθε σημείο του πηνίου να υπάρχουν δύο αγωγοί, πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, τους οποίους διαρρέουν δύο αντίθετα ρεύματα. Η δ.π. δεν παρουσιάζει αυτεπαγωγή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”